ἀντίπαις

ἀντίπαις
ἀντίπαις, αιδος, , ,
A like a child,

γραῦς A.Eu.38

; little more than a child,

θυγατρὸς ἀντίπαιδος E.Andr.326

;

ἡλικία Luc.Am.2

.
II instead of a boy, i.e. no longer e boy, S.Fr.564(s.v.l.).
2 Subst., a mere boy, Plb.15.33.12, 27.15.4, D.H.4.3, Plu.Aem.22, Luc.Somn. 16, Ant.Lib.13.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντίπαις — ἀντίπαις, ο, η (Α) 1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί 2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία 3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί 4. ως ουσ. το παιδί …   Dictionary of Greek

  • ἀντίπαις — like a child masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδα — ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδας — ἀντίπαις like a child masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδες — ἀντίπαις like a child masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπαιδος — ἀντίπαις like a child masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπᾳ — ἀντίπαις like a child masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • κἀντίπαιδα — ἀντίπαιδα , ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”