αντίπαις — ἀντίπαις, ο, η (Α) 1. όμοιος με παιδί, σαν παιδί 2. αυτός που μόλις έχει περάσει την παιδική ηλικία 3. εκείνος που δεν είναι πια παιδί 4. ως ουσ. το παιδί … Dictionary of Greek
ἀντίπαις — like a child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδα — ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδας — ἀντίπαις like a child masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδες — ἀντίπαις like a child masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαιδος — ἀντίπαις like a child masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπᾳ — ἀντίπαις like a child masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
κἀντίπαιδα — ἀντίπαιδα , ἀντίπαις like a child masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)